λάτρευμα

λάτρευμα
λάτρευμα, τὸ (Α) [λατρεύω]
1. στον πληθ. τὰ λατρεύματα
α) υπηρεσία που παρέχεται επί μισθώ («πόνων λατρεύματα» — επίπονη μισθωτή υπηρεσία, Σοφ.)
β) λατρεία που παρέχεται στους θεούς («πολύχρυσα θέλων λατρεύματα σχεῑν», Ευρ.)
2. θεράπων, υπηρέτης, δούλος («ὅς με... Ἑλλάδι λάτρευμα γᾱθεν ἐξορίζει», Ευρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λάτρευμα — service for hire neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λατρεύματα — λάτρευμα service for hire neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λατρεύματ' — λατρεύματα , λάτρευμα service for hire neut nom/voc/acc pl λατρεύματι , λάτρευμα service for hire neut dat sg λατρεύματε , λάτρευμα service for hire neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”